- ἐξαιρῖτις
- ἐξαιρῖτιςladderfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίπτυκτος — ύκτη, ον, Α [περιπτύσσω] 1. αυτός που είναι δυνατόν να διπλωθεί ολόγυρα, διπλωτός 2. φρ. «περιπτύκτη ἐξαιρῑτις» η ανεμόσκαλα … Dictionary of Greek
ἐξαιρίτιδος — ἐξαιρί̱τιδος , ἐξαιρῖτις ladder fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)